- μετεκδίδωμι
- μετεκδίδωμι (Α)(το μέσ.) μετεκδίδομαιμνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐκ-δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεκδόσθαι — μετεκδίδωμι betroth a second time aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)